- εξεπευχομαι
- ἐξεπεύχομαιἐξ-επεύχομαιхвастаться
(ἐξεπεύξασθαι ποιῆσαί τι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐξεπεύξασθαι ποιῆσαί τι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εξεπεύχομαι — ἐξεπεύχομαι (Α) καυχιέμαι … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
κἀξεπεύξασθαι — ἐξεπεύξασθαι , ἐξεπεύχομαι boast loudly that . . aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)